- στήνομαι
- durmak, dikilmek
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
στήνομαι — στήνομαι, στήθηκα, στημένος βλ. πίν. 2 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περιστηλούμαι — όομαι, Α στήνομαι ολόγυρα με τη μορφή στηλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στηλοῦμαι «στήνομαι, ιδρύομαι» (< στήλη)] … Dictionary of Greek
στήνω — και στένω και σταίνω Ν 1. βάζω κάτι όρθιο, τοποθετώ κάτι με τρόπο ώστε να στέκεται όρθιο («στήνω το κοντάρι τής σημαίας») 2. εγκαθιστώ, ανεγείρω («οι σεισμόπληκτοι έστησαν καλύβες») 3. ιδρύω («μαζεύτηκαν οι τρεις τους και έστησαν μια εταιρεία») 4 … Dictionary of Greek